λιγουρεύομαι

λιγουρεύομαι
λιγουρεύομαι, λιγουρεύτηκα βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιγουρεύομαι — λιγουρεύτηκα, επιθυμώ κάτι πολύ, ποθώ, λιμπίζομαι, λαχταρώ: Λιγουρεύτηκα ένα παγωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειχουδεύομαι — ορέγομαι ένα φαγητό, λιγουρεύομαι 2. (σχετικά με γυναίκα) ποθώ ερωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειχούδης + κατάλ. εύομαι με επίδραση αποθ. ρημάτων, όπως λιγουρεύομαι, (ο)ρέγομαι] …   Dictionary of Greek

  • αναλείχω — (Α ἀναλείχω) γλείφω νεοελλ. 1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι 2. αναδίδω υγρασία 3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λείχω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα] …   Dictionary of Greek

  • αναστομώ — άω 1. διεγείρω, προκαλώ την όρεξη 2. (αμτβ.) λιγουρεύομαι, μού ανοίγει η όρεξη 3. μτφ. μιλώ με απρέπεια, αντιλέγω, αυθαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. ανά + στόμα] …   Dictionary of Greek

  • λαχταρώ — (Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, άω) επιθυμώ σφοδρά, ποθώ διακαώς («λαχτάρησε τα παιδιά του τόσον καιρό στο εξωτερικό») νεοελλ. 1. (ιδίως για ψάρι) σπαρταρώ 2. σπαράζω, συγκλονίζομαι από συγκίνηση ή πόθο 3. βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από φόβο ή αγωνία,… …   Dictionary of Greek

  • λιμάζω — και λιμάσσω και λαμάζω (Μ λιμάζω και λιμάσσω) 1. κατέχομαι από μεγάλη πείνα, πεινώ πολύ 2. λιμοκτονώ, πεθαίνω από πείνα 3. (ο τ. λαμάζω) (μτβ.) επιθυμώ πολύ κάποια τροφή, λιγουρεύομαι («είδα τα φρούτα και τά λάμαξε η καρδιά μου») 4. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • λιμπίζομαι — (Μ λιμπίζομαι και λιμβίζομαι) αισθάνομαι ακατάσχετη επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω κάτι, ιδίως εδώδιμο, ποθώ κάτι διακαώς, λαχταρώ, λίγουρεύομαι (α. «είδα τα μήλα και τά λιμπίστηκα» β. «παρά τα χρόνια του, λιμπίζεται τα κοριτσάκια») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”